- κολουτέα
- (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις κοινές ονομασίες ποντίκια, φούσκααγριοσιναμική· πρόκειται για θάμνο ύψους 0,70-1 μ. με κόκκινα ή κίτρινα λουλούδια. Χαρακτηριστικός είναι ο κυστοειδής καρπός της, ο οποίος, αν πιεστεί ανάμεσα στα δάχτυλα, προκαλεί κρότο. Φυτρώνει στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην Αττική, στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία κ.α., ενώ καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό φυτό. Το κίτρινο ξύλο της χρησιμοποιείται για την κατασκευή λαβών εργαλείων. Επίσης γνωστή στην Ελλάδα είναι η κ. η μελανοκάλυψ, η οποία φύεται κυρίως στα βουνά της βόρειας Ελλάδας και ανθίζει τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο.
* * *η (AM κολουτέα, Α και κολυτέα και κολοιτία και κολοϊτέα)γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια χεδρωπά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.